στρωμνηφόρος

στρωμνηφόρος
στρωμνηφόρος, ον,
A carrying the bedding, Theognost.Can.96.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στρωμνηφόρος — carrying the bedding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωμνηφόρος — ον, Μ αυτός που φέρει τα στρώματα, τα σκεπάσματα, που πάνω του τοποθετούνται τα στρωσίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρωμνή + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”